δυσκολονόητος

δυσκολονόητος
-η, -ο (Μ δυσκολονόητος, -ον)
δυσνόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιπεινός — αἰπεινός, ή, ὸν (Α) 1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος 2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος 3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι» 4. δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς] …   Dictionary of Greek

  • ακαταλαβίστικος — η, ο εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ο ακατανόητος ή ο δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαταλάβιστος + κατάληξη ικος το ρηματ. επίθ. ακαταλάβιστος < καταλαβαίνω, αναλογικά προς τα ρηματ. επίθ. που προέρχονται από ρέματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • δυσκολόνιωστος — η, ο δυσκολονόητος …   Dictionary of Greek

  • απαρακολούθητος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν παρακολούθησε κανείς: Δεν έπρεπε να αφήσουν το παιδί τους απαρακολούθητο. 2. δυσκολονόητος, ασυνάρτητος: Η ομιλία του, από ένα σημείο και πέρα, ήταν απαρακολούθητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”